χοντρούτσικος

χοντρούτσικος
-η, -ο, Ν
ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. λεπτ-ούτσικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χοντρούτσικος — η, ο χοντρουλός, κάπως γεμάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χοντρούλικος — η, ο, Ν [χοντρούλης] χοντρούτσικος …   Dictionary of Greek

  • χοντρούλικος — η, ο βλ. χοντρούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”